- παχυμέρεια
- πᾰχῠ-μέρεια, ἡ,A thickness of parts, S.E.M.9.86 ; opp. λεπτομέρεια, Theo Sm.p.97 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παχυμερείᾳ — παχυμερείᾱͅ , παχυμέρεια thickness of parts fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυμέρεια — thickness of parts fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυμέρεια — ἡ, ΝΑ [παχυμερής] η παχύτητα τών μερών, η σύσταση από χοντρά και αδρά μέλη … Dictionary of Greek
παχυμερείας — παχυμερείᾱς , παχυμέρεια thickness of parts fem acc pl παχυμερείᾱς , παχυμέρεια thickness of parts fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυμέρειαν — παχυμέρεια thickness of parts fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)